πολος

πολος
    πόλος
    ὅ (редко ἥ, см. 7) [πέλομαι]
    1) ось
    

διὰ παντὸς π. τεταμένος Plat. — проходящая через вселенную ось

    2) оконечность оси, полюс
    

π. ἀρκτικός (ἀνταρκτικός) Arst. — северный (южный) полюс

    3) небесный свод, небо
    

(ἄστρων π. Eur.)

    οὐράνιον πόλον νώτοις ὁποστενάζει Aesch.(Атлант) со стонами держит на (своей) спине небесный свод

    4) круговой путь, оборот (sc. τοῦ χρόνου Plat.)
    5) распаханное поле Xen.
    6) рессора колесной оси Diod.
    7)
    

(Luc. ἥ) солнечные часы (сферические) (π. καὴ γνώμων Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολος" в других словарях:

  • Πόλος — piuot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλος — piuot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …   Dictionary of Greek

  • πόλος — ο 1. το κάθε άκρο άξονα γύρω από τον οποίο γυρνά πραγματική ή φανταστική σφαίρα: Πόλοι της Γης. 2. το καθένα από τα άκρα μαγνήτη ή αγωγού: Μαγνητικοί πόλοι. 3. καθετί που είναι σε θέση αντίθετη από κάποιο άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • Πόλοι — Πόλος piuot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλοι — πόλος piuot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλοιο — Πόλος piuot masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλοιο — πόλος piuot masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλοις — Πόλος piuot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλοις — πόλος piuot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»